- τοξόκλυτος
- τοξόκλυτοςfamed for archerymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοξόκλυτος — ον, Α αυτός που είναι ξακουστός για το τόξο του, για τις ικανότητές του στην τοξοβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κλυτός «ονομαστός, ένδοξος» (< κλύω)] … Dictionary of Greek